-
1 δεξιωμα
I- ατος τό [δεξιά] досл. обмен рукопожатиями, перен. единодушие, дружба(τὰ ξύμφωνα δεξιώματα Soph.)
II- ατος [δέχομαι] τό предмет радости, наслаждение(δ. κάλλιστον βροτοῖς Eur.)
-
2 διασκεδάννυμι
A , Ar.V. 229, etc.:— scatter abroad, scatter to the winds,δούρατα Od.5.370
; ; l. c.; ;διασκεδᾶτε τὸ προσὸν νῦν νέφος Anaxandr.58
; of the wind, διεσκέδασεν αὐτὰ (sc. ναυάγια καὶ νεκροὺς)πανταχῇ Th.1.54
: metaph., BGU1253.12 (ii B.C.):—[voice] Pass., Eus.Mynd.63.2 in Hdt., τὸν στρατὸν διεσκέδασε disbanded it, 1.77, cf. 79:—[voice] Pass., 1.63, 5.15, Th.3.98, D.C. 47.38;δ. κατ' ἑωυτοὺς ἕκαστοι Hdt.8.57
(but also of an enemy, scatter, 8.68.β).4 in [voice] Pass., of reports, to be spread abroad, Hdn.7.6.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασκεδάννυμι
См. также в других словарях:
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek